- επιτριηραρχημα
- ἐπιτριηράρχημαἐπι-τριηράρχημα-ατος τό исполнение обязанностей триерарха сверх установленного срока Dem.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιτριηράρχημα — ἐπιτριηράρχημα, τὸ (Α) [επιτριηραρχώ] η υπηρεσία τής τριηραρχίας που παρατείνεται πέρα από τον καθορισμένο από τον νόμο χρόνο … Dictionary of Greek
ἐπιτριηράρχημα — burden of a trierarchy continued beyond the legal term neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτριηραρχήματος — ἐπιτριηράρχημα burden of a trierarchy continued beyond the legal term neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)